- κουρεακός
- κουρ-εακός, ή, όν,A gossiping (cf. sq.),
κ. καὶ πάνδημος λαλιά Plb. 3.20.5
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κ. καὶ πάνδημος λαλιά Plb. 3.20.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κουρεακός — κουρεακός, ή, όν (Α) [κουρεύς] όμοιος με κουρέα, φλύαρος, πολυλογάς σαν κουρέας («οὐ γὰρ ἱστορίας ἀλλά κουρεακῆς καὶ πανδήμου λαλιᾱς ἔμοιγε δοκοῡσι τάξιν ἔχειν», Πολ.) … Dictionary of Greek
κουρεακῆς — κουρεακός gossiping fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)